- κρυπτῆρες
- κρυπτήρmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτήρ — κρυπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κρύπτω] κρυπτήριος*, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.) … Dictionary of Greek